Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετυμηγορία
1 εγγραφή
ετυμηγορία η [etimiγoría] Ο25 : κρίση ή γνώμη που εκφράζει επίσημα κάποιος (ιδ. μια ανθρώπινη ομάδα που συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα) για συγκεκριμένο θέμα: H ~ των ενόρκων. H ~ δικαστηρίου, η δικαστική απόφαση. H λαϊκή ~, που εκφράζεται με τις εκλογές.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμηγορία `διακήρυξη της αλήθειας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες