Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ετερόχρονος -η -ο [eteróxronos] Ε5 : που σε μια χρονική αλληλουχία γίνεται σε διαφορετικό χρόνο από κτ. άλλο.
[λόγ. ετερο- + χρόν(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἑτερόχρονος `διαφορετικός ρηματικός χρόνος΄)]



