Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετεροφυλόφιλος
1 εγγραφή
ετεροφυλόφιλος -η -ο [eterofilófilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από την ετεροφυλοφιλία, που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου: ~ άντρας. Ετεροφυλόφιλη γυναίκα. || (ως ουσ.) ο ετεροφυλόφιλος, θηλ. ετεροφυλόφιλη. || που αναφέρεται στην ετεροφυλοφιλία: Ετεροφυλόφιλες σχέσεις.

[λόγ. ετερο- + φύλ(ον) -ο- + φίλ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. heterosexual]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες