Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εταιρικός
2 items total [1 - 2]
εταιρικός 1 -ή -ό [eterikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία, ιδίως την οικονομική, ή τα μέλη της, ή έχει σχέση με αυτή: Εταιρική επωνυμία / επιχείρηση. Ένας ~ θίασος. Εταιρικό κεφάλαιο / χρέος. || (ως ουσ.) το εταιρικό, το συμβόλαιο με το οποίο ιδρύεται μια οικονομική εταιρεία.

[λόγ. < αρχ. ἑταιρικός `που ταιριάζει σε φίλο, σε κομματική ένωση΄ κατά τη σημ. της λ. εταιρεία]

εταιρικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται: 1. στους εταίρους του βασιλιά της αρχαίας Mακεδονίας: H εταιρική φάλαγγα. Tο εταιρικό ιππικό. 2. (λόγ.) στην εταίρα.

[λόγ. < ελνστ. ἑταιρικός `που ταιριάζει σε φίλο, σε κομματική ένωση΄ αρχ. σημ.: δες εταιρικός 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go