Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εσώψυχος
1 item total
εσώψυχος -η -ο [esópsixos] Ε5 : (για συναίσθημα) που υπάρχει βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου, ενώ συνήθ. δεν εκδηλώνεται: ~ πόθος. Εσώψυχη λαχτάρα. Εσώψυχο μίσος.

[λόγ. εσω- + ψυχ(ή) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go