Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερωτεύομαι [erotévome] Ρ5.1β : 1.αισθάνομαι έρωτα: Mόλις του χαμογελάσει κάποια, την ερωτεύεται. Tον ερωτεύτηκε τρελά. Tον έκανε να την ερωτευθεί. Είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη. Δεν ερωτεύτηκε εμένα, την προίκα μου / τα λεφτά μου ερωτεύτηκε. || (συνήθ. πληθ.): Γνωρίστηκαν σε ένα χορό, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Kρατιούνται από το χέρι σαν ερωτευμένοι. || (επέκτ.): Ερωτευμένη καρδιά. Ερωτευμένα μάτια. 2. (μτφ.) αισθάνομαι έντονη αγάπη, επιθυμία για κτ. ή αφοσιώνομαι σε κτ.: Είναι ερωτευμένος με τη θάλασσα / την επιστήμη.
[μσν. ερωτεύομαι < έρωτ(ας) -εύομαι]