Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ερωδιός
1 item total
ερωδιός ο [eroδiós] Ο17 : ονομασία μεγαλόσωμων πτηνών, τα οποία έχουν ψηλά πόδια, μακρύ λαιμό λυγισμένο σε σχήμα τελικού σίγμα, ίσιο μακρύ και κωνικό ράμφος, ζουν κοντά σε ρηχά νερά και τρέφονται κυρίως με ψάρια.

[λόγ. < αρχ. ἐρῳδιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go