Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερευνώ
1 εγγραφή
ερευνώ [erevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : ψάχνω, κάνω έρευνα με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω κτ.: ~ προσεκτικά / εξονυχιστικά / σε βάθος ένα θέμα. (έκφρ.) πίστευε* και μη ερεύνα. || (για έρευνα διοικητική, δικαστική κτλ.): Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος. Λιμενικοί της δίωξης ναρκωτικών ερεύνησαν εξονυχιστικά το πλοίο. || (για επιστημονική έρευνα): Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ερεύνησαν τα φυσικά φαινόμενα και αναζήτησαν τις αιτίες τους στην ίδια τη φύση. Aρχαιολογικός χώρος που δεν έχει ερευνηθεί ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἐρευνῶ `αναζητώ, εξετάζω΄ & κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες