Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερευνητής
1 εγγραφή
ερευνητής ο [erevnitís] Ο7 θηλ. ερευνήτρια [erevnítria] Ο27 : επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την έρευνα.

[λόγ. < ελνστ. ἐρευνητής, ἐρευνήτρια `που ερευνά, που ψάχνει΄ κατά τη νέα σημ. της λ. έρευνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες