Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επουσιώδης
1 item total
επουσιώδης -ης -ες [epusióδis] Ε11 : που δεν ανήκει ή δεν αναφέρεται στην ουσία της έννοιας, στην ίδια τη φύση της ή στα κυριότερα στοιχεία της αλλά στα δευτερεύοντα. ANT ουσιώδης: Επουσιώδη στοιχεία / χαρακτηριστικά. || ασήμαντος: Mία ~ διαφορά / λεπτομέρεια. Επουσιώδη λάθη.

[λόγ. < ελνστ. ἐπουσιώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go