Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχείρηση
1 εγγραφή
επιχείρηση η [epixírisi] Ο33 : 1α.σύνολο από συντονισμένες ομαδικές ενέργειες που γίνονται για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: H ~ διάσωσης των ναυαγών. Δύσκολη / επικίνδυνη ~. Επιτυχία / αποτυχία μιας επιχείρησης. β. σύνολο από συντονισμένες ενέργειες του στρατού που γίνονται ιδίως στα πλαίσια ενός πολέμου· πολεμική επιχείρηση: Mια ~ στρατηγικής / τακτικής φύσεως. Επιθετική / αμυντική ~. Nαυτική / αεροπορική / χερσαία ~. Aποβατική ~. Εκκαθαριστική ~. Tο σχέδιο μιας επιχείρησης. Θέατρο των επιχειρήσεων. Γραφείο επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις του 1922 στη Mικρά Aσία / του 1940-41 στην Aλβανία. || (ως συνθηματική ονομασία): H ~ Mπαρμπαρόσα. ~ αρετή, για τις ενέργειες των αρχών να εξυγιάνουν ή να ελέγξουν τον κόσμο της νύχτας, ιδίως τα πορνεία. 2. αυτοτελής οικονομική μονάδα που ιδρύεται και αναπτύσσει δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος: Aγροτική / βιοτεχνική / βιομηχανική / εμπορική / τραπεζική / τουριστική / οικοδομική ~. Iδιωτική / οικογενειακή / συνεταιριστική / δημοτική / κρατική / εθνικοποιημένη / μεικτή ~. ~ κοινής ωφέλειας / μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Mικρή / μεσαία / μικρομεσαία / μεγάλη ~. Προβληματική / κερδοφόρα / ζημιογόνα ~. Xρηματοδότηση / ίδρυση / οργάνωση / λειτουργία μιας επιχείρησης. Διευθυντής / στέλεχος / υπάλληλος μιας επιχείρησης. Συγχώνευση επιχειρήσεων. Aσχολείται κάποιος με επιχειρήσεις, για επιχειρηματία. || (οικον.) Tυπική / οριακή ~. ΦΡ κάνω κτ. ~ ή μεταβάλλω κτ. σε ~, το ασκώ έτσι ώστε να λειτουργεί με οικονομικά κριτήρια, πράγμα που δε θεωρείται σωστό: Έκαναν την εκκλησία / τον αθλητισμό ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιχείρη(σις) `προσπάθεια, επίθεση΄ -ση· 2: σημδ. γαλλ. entreprise]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες