Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιφανειακός
1 item total
επιφανειακός -ή -ό [epifaniakós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επιφάνεια ορισμένου, κυρίως στερεού, σώματος και ιδίως βρίσκεται ή γίνεται σε αυτήν: Επιφανειακό τραύμα / καθάρισμα. || (φυσ.): Επιφανειακή τάση των υγρών. || (ιδ. για την επιφάνεια της γης): Επιφανειακό μετάλλευμα / όργωμα. Επιφανειακά σεισμικά κύματα. ~ σεισμός. || (μετεωρ.) Επιφανειακό μέτωπο. 2. (μτφ., ιδ. για ανθρώπινη κατάσταση ή ενέργεια) που έχει μόνο τα τυπικά, τα μη ουσιώδη στοιχεία της: Επιφανειακή θλίψη / ευγένεια / αγάπη / γνώση. Επιφανειακό ενδιαφέρον. || πρόχειρος: Επιφανειακή έρευνα / εξέταση / μίμηση. επιφανειακά ΕΠIΡΡ: Kαθαρίζω ~ κτ. Άνθρωπος ~ ήρεμος.

[λόγ. επιφάνει(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go