Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιφανής
1 item total
επιφανής -ής -ές [epifanís] Ε10 : (για πρόσ.) που είναι σπουδαίος και συνήθ. γνωστός: Ένας ~ πολιτικός / επιστήμονας.

[λόγ. < αρχ. ἐπιφανής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go