Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιτυχημένος
1 item total
επιτυχημένος -η -ο [epitiximénos] Ε3 μππ. του επιτυγχάνω : που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· πετυχημένος1: ~ γιατρός / επαγγελματίας / επιχειρηματίας. επιτυχημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του επιτυγχάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go