Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιτονισμός
1 item total
επιτονισμός ο [epitonizmós] Ο17 : (γλωσσ.) στοιχείο του προφορικού λόγου κατά το οποίο δηλώνεται κτ. (λέξη, φράση κτλ.) με διακυμάνσεις της φωνής.

[λόγ. επι- τόν(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. intonation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go