Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιτονισμός ο [epitonizmós] Ο17 : (γλωσσ.) στοιχείο του προφορικού λόγου κατά το οποίο δηλώνεται κτ. (λέξη, φράση κτλ.) με διακυμάνσεις της φωνής.
[λόγ. επι- τόν(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. intonation]



