Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιτατικός -ή -ό [epitatikós] Ε1 : που επιτείνει. α. που αυξάνει την ένταση. β. (γραμμ.) που ενισχύει, συνήθ. την έννοια μιας λέξης: Επιτατικό μόριο.
επιτατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιτατικός]



