Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιστάτης
1 item total
επιστάτης ο [epistátis] Ο10 θηλ. επιστάτρια [epistátria] & επιστάτισσα [epistátisa] Ο27 : 1.αυτός που έχει οριστεί για να επιβλέπει μια ομάδα εργατών κατά την ώρα της εργασίας: Ένας ~ σε εργοτάξιο / σε οικοδομή / σε έργα οδοποιίας. Εργάστηκε ως ~ σε αγροτικές εργασίες. Tο αφεντικό δεν είναι τόσο αυστηρό όσο ο ~. 2. ονομασία υπαλλήλου γενικών καθηκόντων ιδίως σε ίδρυμα: Ο ~ του σχολείου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστάτης `επόπτης δημόσιου κτιρίου΄· λόγ. επιστά(της) -τρια· επιστάτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go