Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπεία
1 εγγραφή
επισκοπεία η [episkopía] Ο25 : (εκκλ.) το αξίωμα του επισκόπου· επισκοπή3.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισκοπεία `επιθεώρηση΄ κατά τη σημ. της λ. επισκοπή3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες