Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επισκευή
1 item total
επισκευή η [episkeví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισκευάζω· (πρβ. επιδιόρθωση): ~ του αυτοκινήτου / του πλοίου / του αεροπλάνου / του σπιτιού. Δαπάνη για ~ ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. Tο πλοίο θα παραμείνει μερικές μέρες στο λιμάνι για επισκευές και συντήρηση.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκευή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go