Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επισιτιστικός
1 item total
επισιτιστικός -ή -ό [episitistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον επισιτισμό: Δημόσια υπηρεσία που καλύπτει τις στεγαστικές κι επισιτιστικές ανάγκες των προσφύγων. Επισιτιστικά προβλήματα.

[λόγ. επισιτισ- (επισιτίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go