Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επισημαίνω
1 item total
επισημαίνω [episiméno] -ομαι Ρ7.2 : 1α.προσδιορίζω περίπου τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ.· (πρβ. εντοπίζω): Οι ληστές επισημάνθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου, όπου λίγο αργότερα εντοπίστηκαν από ένα ελικόπτερο. β. διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κτ. υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα: Tόσο καλός μαθητής στην τάξη μου και να μην τον έχω επισημάνει ακόμα! γ. βρίσκω κτ. και τοποθετώ ορισμένο σημάδι ώστε να φαίνεται: Ορθογραφικά λάθη που δεν έχουν επισημανθεί από τον εξεταστή. || (στρατ.) βάζω κτ. ως σημάδι για προσανατολισμό. 2α. διαπιστώνω κτ. και το εκφράζω με έμφαση: Iστορικός που επισημαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα των γεγονότων. H μελέτη επισημαίνει ότι… β. αναφέρω, λέω σε κπ. κτ. με έμφαση για να το προσέξει: Tου επισήμανα πόσο ανόητη ήταν η συμπεριφορά του. Σου ~ τις ευθύνες σου σε περίπτωση ατυχήματος. Σας ~ τον κίνδυνο που διατρέχετε.

[λόγ. < αρχ. ἐπισημαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go