Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επινοώ [epinoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.σκέφτομαι, δημιουργώ με το νου κτ. νέο, που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο συνήθ. εργασιακό: Ο αληθινός τεχνίτης διαρκώς επινοεί κάτι κι έτσι βελτιώνει το αποτέλεσμα της εργασίας του. || εφευρίσκω, ανακαλύπτω: Tα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν νέες μέθοδοι επικοινωνίας. 2. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. και το παρουσιάζω ως αληθινό: Kάθε φορά επινοεί μια δικαιολογία για να αποφύγει την τιμωρία. Επινόησε ολόκληρη ιστορία για να τον συγκινήσει.
[λόγ. < αρχ. ἐπινοῶ]