Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιμελής
1 item total
επιμελής -ής -ές [epimelís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από επιμέλεια2. ANT αμελής: ~ μαθητής / σπουδαστής. Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. επιμελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμελής, ἐπιμελῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go