Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιλογή
1 εγγραφή
επιλογή η [epilojí] Ο29 : α.το να διαλέγει κάποιος κπ. ή κτ., να ξεχωρίζει από ένα σύνολο το καλύτερο ή να αποφασίζει ανάμεσα σε ορισμένες λύσεις, δυνατότητες κτλ.: Kάνω (μία) ~, επιλέγω. Επιμένει να κάνει ψώνια μόνο δικής του επιλογής. H ~ συζύγου / επαγγέλματος. Δικαίωμα επιλογής. Συμβούλιο επιλογής οπλιτών, αρμόδιο για την εξέταση των στρατευσίμων. || (νομ.): Προαγωγή υπαλλήλου κατ΄ επιλογήν. ANT κατ΄ αρχαιότητα. || (βιολ.) ~ των ειδών, η διαδικασία κατά την οποία από το σύνολο των ατόμων ορισμένου είδους ζώων ή φυτών επιζούν όσα αντέχουν περισσότερο ή προσαρμόζονται ευκολότερα με αποτέλεσμα τη βελτίωσή τους· φυσική επιλογή. Tεχνητή ~, που προκαλείται σκόπιμα από τον άνθρωπο. || (μηχανολ.): Δίσκος επιλογής της τηλεφωνικής συσκευής. Mοχλός επιλογής. || (στις τηλεπικοινωνίες): ~ σήματος. || (γλωσσ.): ~ γλωσσικών στοιχείων, για έκφραση ενός μηνύματος. β. η δυνατότητα που έχει κάποιος να κάνει επιλογή: Δεν έχω άλλη ~. γ. αυτό που κάποιος επιλέγει: Tο βιβλίο αυτό δεν είναι τα άπαντα του ποιητή αλλά ~ από το έργο του. Πολιτικές / κοινωνικές / θρησκευτικές / ιδεολογικές επιλογές. Οι επιλογές ενός ατόμου / μιας κοινωνίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιλογή `διάλεγμα΄ σημδ. γαλλ. sélection & αγγλ. selection]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες