Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επικυρώνω
1 item total
επικυρώνω [epikiróno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω επικύρωση: Tο εκλογοδικείο επικύρωσε τα εκλογικά αποτελέσματα. Φωτοαντίγραφο εγγράφου επικυρωμένο από δημόσια υπηρεσία, συμβολαιογράφο ή δικηγόρο. 2. (σπάν.) επιβεβαιώνω κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπικυρ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go