Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επικρίνω
1 item total
επικρίνω [epikríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέκρινα, απαρέμφ. επικρίνει, παθ. αόρ. επικρίθηκα, απαρέμφ. επικριθεί : εκφράζω δυσμενή κρίση ή γενικά άποψη για κπ. ή για κτ.· (πρβ. κατακρίνω): ~ τη συμπεριφορά / τις πράξεις κάποιου. Ενώ εσύ ο ίδιος αδρανείς, διαρκώς κρίνεις και συνήθως επικρίνεις τις ενέργειες των άλλων. Tο φιλμ επικρίθηκε έντονα από την Εκκλησία ως αντιχριστιανικό.

[λόγ. < αρχ. ἐπικρίνω `κρίνω, δικάζω΄ σημδ. γαλλ. censurer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go