Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επικολλώ
1 item total
επικολλώ [epikoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : κολλώ κτ. επάνω σε μια επιφάνεια, συνήθ. επίπεδη: Tο γραμματόσημο επικολλάται στην άνω δεξιά γωνία της πίσω πλευράς του φακέλου.

[λόγ. επι- κολλώ (πρβ. ελνστ. ἐπικόλλημα `επικολλημένο μωσαϊκό΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go