Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επικαιρότητα
1 item total
επικαιρότητα η [epikerótita] Ο28 : 1.το σύνολο των γεγονότων του παρόντος, ιδίως των σημαντικών: Aπό τη στήλη αυτή ο τάδε δημοσιογράφος σχολιάζει ελεύθερα την ~. Πρόσωπα της επικαιρότητας, που σχετίζονται με αυτήν. Δελτίο επικαιρότητας. Διεθνής ~. (έκφρ.) ο φακός* της επικαιρότητας. 2. η ιδιότητα του επίκαιρου, εκείνου δηλαδή που αφορά το παρόν ή έγινε στην κατάλληλη στιγμή: Δεν αμφισβητείται η ~ του θέματος. H ~ μιας ενέργειας.

[λόγ. επίκαιρ(ος) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go