Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικίνδυνος
1 εγγραφή
επικίνδυνος -η -ο [epikínδinos] Ε5 : ANT ακίνδυνος. α. που ενέχει ή που μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους: Επικίνδυνη περιοχή / στροφή / πράξη / περιπέτεια / αρρώστια / εγχείρηση. Επίδομα επικίνδυνης εργασίας. Kαταδικάστηκε για επικίνδυνη οδήγηση. Επικίνδυνο ταξίδι / εγχείρημα. Είναι επικίνδυνο να… β. (ιδ. για πρόσ.) που μπορεί ή συνηθίζει να προκαλεί κακό, βλάβη κτλ. στους άλλους: ~ άνθρωπος. Επικίνδυνο ζώο. Προφυλακίστηκε ως ~ για τη δημόσια ασφάλεια. γ. που λόγω των ικανοτήτων ή των δυνατοτήτων του δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει ή να τον συναγωνιστεί: ~ αντίπαλος / ανταγωνιστής. Ο ΠAΟK στο γήπεδό του είναι πολύ ~. δ. (προφ.) για κπ. που κινδυνεύει να πεθάνει: Ο άρρωστος είναι ~. επικίνδυνα & (λόγ.) επικινδύνως ΕΠIΡΡ: Οδηγεί κάποιος ~. (λόγ. έκφρ.) το ζην* επικινδύνως.

[λόγ. < αρχ. ἐπικίνδυνος, ἐπικινδύνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες