Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιθυμώ
1 εγγραφή
επιθυμώ [epiθimó] Ρ10.9α : έχω, αισθάνομαι ορισμένη επιθυμία, για να αποκτήσω ή για να πραγματοποιήσω κτ.· (πρβ. θέλω): Ο καθένας επιθυμεί τον πλούτο / τη δόξα / την ευτυχία. Έχει στο σπίτι της καθετί που μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα. Στα μεγάλα πολυκαταστήματα βρίσκεις ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου. || (σε επίσημο ύφος): Ο πρόεδρος επιθυμεί να… Tι επιθυμείτε, κύριε; || (ειρ.): Ό,τι επιθυμείτε, όταν ανταποκρινόμαστε με απροθυμία στην απαίτηση κάποιου. α. αξιώνω, απαιτώ: Επιθυμώ οι εντολές μου να εκτελούνται χωρίς συζήτηση. β. επιζητώ έντονα, θέλω να δω, να συναντήσω κπ.: Είχαμε καιρό να σε δούμε και σ΄ επιθυμήσαμε. || (για ερωτική επιθυμία) ποθώ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιθυμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες