Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιδιδυμίδα
1 item total
επιδιδυμίδα η [epiδiδimíδa] Ο26 : (ανατ.) μηνοειδής σχηματισμός στο επάνω και πίσω μέρος των όρχεων, στον οποίο γίνεται η αποθήκευση του σπέρματος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιδυμίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go