Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιγραφική η [epiγrafikí] Ο29 : (αρχαιολ., φιλολ.) η επιστήμη που μελετά τις επιγραφές: Εγχειρίδιο / καθηγητής της επιγραφικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. επιγραφικός σημδ. γαλλ. épigraphie]
- επιγραφικός -ή -ό [epiγrafikós] Ε1 : α.που αναφέρεται στην επιγραφή: Επιγραφικά χαράγματα, πρόχειρα φτιαγμένες επιγραφές ανεπίσημου χαρακτήρα. || (ως ουσ.) η επιγραφική*. β. που αναφέρεται στην επιγραφική: Επιγραφικά δεδομένα.
[λόγ. < γαλλ. épigraphique < αρχ. ἐπιγρα φ(ή) -ique = -ικός]