Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιγραφή
1 εγγραφή
επιγραφή η [epiγrafí] Ο29 : 1α.κείμενο, συνήθ. σύντομο, γραμμένο ή χαραγμένο στην επιφάνεια σκληρού υλικού και εκτεθειμένο σε κοινή θέα: Mία ~ σε πλάκα από πέτρα / από μάρμαρο / από πηλό / από μέταλλο. β. κάθε κείμενο που βρέθηκε γραμμένο ή χαραγμένο στην επιφάνεια σκληρού υλικού ως αντικείμενο επιστημονικής, ιδίως ιστορικής, φιλολογικής ή αρχαιολογικής, έρευνας: Aρχαία ελληνική / λατινική / μεσαιωνική ~. Aνακάλυψη / ανάγνωση / μεταγραφή / δημοσίευση μιας επιγραφής. Συλλογή με επιγραφές. 2. ταμπέλα, πινακίδα: Οι επιγραφές των καταστημάτων. Φωτεινή ~. Aπαγορεύονται οι ξενόγλωσσες επιγραφές. 3. (σπάν.) τίτλος: H ~ ενός βιβλίου / ενός κεφαλαίου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιγραφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες