Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιβραβεύω [epivravévo] -ομαι Ρ5.1 : αναγνωρίζω την αξία ή τη σπουδαιότητα που έχει κάποιος ή κτ. και τον ανταμείβω: H κατάργηση της σχολικής βαθμολογίας, αν δεν επιβραβεύει, σίγουρα νομιμοποιεί την τεμπελιά. Tο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από το αναγνωστικό κοινό με πολλαπλές εκδόσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβραβεύω `παραχωρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



