Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επευφημώ
1 item total
επευφημώ [epefimó] -ούμαι Ρ10.9 : εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό για κπ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την προσέλευσή του επευφημήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι φίλαθλοι επευφημούν την ομάδα τους.

[λόγ. < αρχ. ἐπευφημῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go