Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επειγόντως
1 item total
επειγόντως [epiγóndos] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά, χωρίς καθυστέρηση: Xρειάστηκε να εισαχθεί ~ σε νοσοκομείο.

[λόγ. επειγοντ- (δες επείγων) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go