Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαρχιακός
1 item total
επαρχιακός -ή -ό [eparxiakós] Ε1 : 1.που ανήκει ή γενικά αναφέρεται σε ορισμένη επαρχία: α. του ελληνικού κράτους: ~ δρόμος. Επαρχιακό οδικό δίκτυο. Επαρχιακή επιτροπή ενός κόμματος. β. οποιουδήποτε κράτους: Επαρχιακή πρωτεύουσα / διοίκηση. || (εκκλ.) Επαρχιακή σύνοδος. 2α. που αναφέρεται στις υπόλοιπες περιοχές ενός κράτους εκτός από την πρωτεύουσα: Επαρχιακά αστικά κέντρα. Επαρχιακή εφημερίδα. ~ τύπος. β. (σπάν.) επαρχιώτικος.

[λόγ. επαρχί(α) -ακός (πρβ. ελνστ. ἐπαρχικός `στη δικαιοδοσία επάρχου΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go