Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επανειλημμένος
1 item total
επανειλημμένος -η -ο [epaniliménos] Ε3 μππ. του επαναλαμβάνω (συνήθ. πληθ.) : που έχει γίνει πολλές φορές: Επανειλημμένες προσπάθειες. Επανειλημμένα διαβήματα. Δεν κυρίεψαν το φρούριο παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις. επανειλημμένα & επανειλημμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω / λέω ~ κτ. Tον έχω συναντήσει ~ αλλά τίποτα δε μου είπε. Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς.

[λόγ. < αρχ. ἐπανειλημμένος μππ. του ἐπαναλαμβάνω σημδ. αγγλ.(;) repeated, repeatedly· λόγ. επανειλημμέν(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go