Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαναφορά
1 item total
επαναφορά η [epanaforá] Ο24 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναφέρω: H ~ του μαθήματος των Aρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Aγωνίζονται για την ~ της βασιλείας. β. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται σε συνεχόμενες προτάσεις. γ. είδος θερμικής κατεργασίας των βαμμένων μετάλλων.

[λόγ.: α: αρχ. ἐπαναφορά `απόδοση, παραπομπή΄· β: ελνστ. σημ.: `επανάληψη΄ (ρητορ.)· γ: σημδ. γαλλ. revenu]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go