Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαγωγικός
2 items total [1 - 2]
επαγωγικός 1 -ή -ό [epaγojikós] Ε1 : (λογ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 1. ANT παραγωγικός: ~ συλλογισμός. Επαγωγική μέθοδος. επαγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαγωγικός]

επαγωγικός 2 -ή -ό : (φυσ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 2: Επαγωγικά φαινόμενα. Επαγωγικό ρεύμα, που παράγεται με επαγωγή 2. Επαγωγικό πηνίο / κύκλωμα.

[λόγ. επαγωγ(ή) 2 -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go