Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίρρημα
2 εγγραφές [1 - 2]
επίρρημα το [epírima] Ο49 : (γραμμ.) άκλιτη λέξη που προσδιορίζει ιδίως το ρήμα ή άλλη λέξη (επίθετο, ουσιαστικό ή άλλο επίρρημα) και δηλώνει τόπο, χρόνο, τρόπο κτλ.: Tοπικό / χρονικό / τροπικό / ποσοτικό / βεβαιωτικό / διστακτικό / αρνητικό ~. Ερωτηματικό / αναφορικό / θετικό ~. Συσχετικά επιρρήματα. Σχηματισμός / ορθογραφία των επιρρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίρρημα]

επιρρηματικός -ή -ό [epirimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επίρρημα και ιδίως έχει τα χαρακτηριστικά του ή χρησιμοποιείται όπως αυτό: ~ προσδιορισμός. Επιρρηματική πρόταση / μετοχή. Επιρρηματική χρήση των ουσιαστικών. Επιρρηματική έκφραση, που δηλώνει ό,τι και ένα επίρρημα. επιρρηματικά & (λόγ.) επιρρηματικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιρρηματικός, ἐπιρρηματικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες