Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επίπονος -η -ο [epíponos] Ε5 : που γίνεται με πολύ μεγάλο κόπο, που προκαλεί πολύ μεγάλη κούραση: Επίπονη εργασία / προσπάθεια. Επίπονες γυμναστικές ασκήσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐπίπονος]



