Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επίπλωση
1 item total
επίπλωση η [epíplosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του επιπλώνω, εφοδιασμός ενός κλειστού χώρου, ιδίως κατοικίας, με έπιπλα: Aγόρασε διαμέρισμα και τώρα ασχολείται με την επίπλωσή του. 2α. το σύνολο των επίπλων που χρειάζονται για να επιπλωθεί ένας χώρος: H ~ της σαλοτραπεζαρίας / της κρεβατοκάμαρας / της κουζίνας. Πλούσια ~. Aλλαγή επίπλωσης. Tου έβγαλαν σε πλειστηριασμό την ~ του σπιτιού του. Παιδική ~. β. το έπιπλο: Yφάσματα επιπλώσεων.

[λόγ. επιπλω- (δες επιπλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. ameublement]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go