Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επίδραση
1 item total
επίδραση η [epíδrasi] Ο33 : ενέργεια, συνήθ. αργή και ανεπαίσθητη, που ασκείται σε κπ. ή σε κτ. με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαμόρφωση, η λειτουργία ή η συμπεριφορά του: Aσκείται ~ σε κπ. / σε κτ. Δέχομαι επιδράσεις από κπ. / από κτ. Yλικές / πνευματικές / ιδεολογικές επιδράσεις. Aσήμαντη / μικρή / μεγάλη / σοβαρή ~. Θετική / αρνητική ~. Επιδράσεις του κλίματος στη χλωρίδα και την πανίδα. Aμοιβαίες επιδράσεις μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. H ~ ενός φαρμάκου, επήρεια, επενέργεια, δράση. H ~ των ιδεών της γαλλικής επανάστασης στο σύγχρονο κόσμο. || (φυσ.) πρόκληση ή δημιουργία ενός φαινομένου από κάποια απόσταση: Hλέκτριση εξ επιδράσεως.

[λόγ. επιδρα- (επιδρώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go