Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επάνοδος
1 item total
επάνοδος η [epánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανέρχομαι. α. επιστροφή: ~ στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία, γυρισμός. H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. β. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο σε μια φράση επαναλαμβάνονται λέξεις της προηγούμενης φράσης σε αντίστροφη όμως σειρά.

[λόγ. < αρχ. ἐπάνοδος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go