Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξοφλώ
1 item total
εξοφλώ [eksofló] -ούμαι Ρ10.9 : πληρώνω κτ. έτσι ώστε να μη χρωστώ πλέον· αποπληρώνω: ~ ένα δάνειο. Tο ψυγείο θα εξοφληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις. ~ κπ., πληρώνω ό,τι του χρωστώ. || πληρώνω το σχετικό χρηματικό ποσό: ~ ένα γραμμάτιο / μια συναλλαγματική. Εδώ εξοφλούνται λογαριασμοί του νερού, του τηλεφώνου και του ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. εξ- αρχ. ὀφλῶ `χρωστώ΄ μτφρδ. νεοελλ. ξοφλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go