Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξουσιάζω
1 item total
εξουσιάζω [eksusiázo] -ομαι Ρ2.1 : έχω ή ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ.: Ο Θεός εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη. Δεν εξουσιάζει ούτε τη γυναίκα του. Aπό κανέναν δεν εξουσιάζομαι· εγώ ~ τον εαυτό μου. || (ειδικότ.) έχω την ανώτατη εξουσία: Ποιος εξουσιάζει σ΄ αυτό το σπίτι; || (ιδ. για την πολιτική εξουσία) κυβερνώ: Ο τύραννος εξουσιάζει τη χώρα όχι όμως και τις καρδιές των κατοίκων της.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιάζω, αρχ. σημ.: `έχω την άδεια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go