Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξορκισμός
1 item total
εξορκισμός ο [eksorkizmós] Ο17 : 1.(εκκλ.) καταπολέμηση ή απομάκρυνση των κακοποιών πνευμάτων: Mε το βάπτισμα γίνεται ~ των δαιμόνων που υπάρχουν στον άνθρωπο λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. || ονομασία σχετικών εκκλησιαστικών ευχών: Ο παπάς διάβασε έναν εξορκισμό. 2. (λόγ.) το ξόρκι.

[λόγ. < ελνστ. ἐξορκισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go