Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξοργίζω [eksorjízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ την οργή κάποιου, τον κάνω να θυμώσει πολύ: Mε εξόργισε με την αγένειά του. Εξοργίστηκα με τη συμπεριφορά του, θύμωσα πολύ· οργίστηκα. Είμαι εξοργισμένος με κπ., είμαι πολύ θυμωμένος εξαιτίας του.
[λόγ. < αρχ. ἐξοργίζω]



