Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξισώνω
1 item total
εξισώνω [eksisóno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. ή κτ. ίσο με κπ. ή με κτ. άλλο: Ο κομμουνισμός προσπάθησε να εξαφανίσει τις κοινωνικές τάξεις, ενώ η σοσιαλδημοκρατία να τις εξισώσει. || (παθ.) γίνομαι ή είμαι ίσος: Όταν τα έξοδα εξισώνονται με τα έσοδα, δεν υπάρχει πλεόνασμα. 2. δέχομαι ή θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι ίσος ή όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Aυτοί που περιφρονούν τον άνθρωπο και τον εξισώνουν με τα ζώα. Εξισώνονται οι τεμπέληδες με τους εργατικούς, όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.

[λόγ. < αρχ. ἐξισ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go